- υπόμισθος
- -η, -ο / ὑπόμισθος, -ον, ΝΑμισθωτόςαρχ.φρ. «ὑπόμισθον ἔργον» — έργο που εκτελείται με παροχή μισθού (Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + μισθός (πρβλ. ἔμμισθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόμισθος — serving for pay masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόμισθον — ὑπόμισθος serving for pay masc/fem acc sg ὑπόμισθος serving for pay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόμισθοι — ὑπόμισθος serving for pay masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
υπομίσθιος — α, ο, Ν [υπόμισθος] ο εργαζόμενος με μισθό, μισθωτός … Dictionary of Greek